παγγέραστος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 435] von Allen geehrt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παγγέραστος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων τιμώμενος, Βυζ.
Greek Monolingual
παγγέραστος, -ον (Μ)
αυτός που τιμάται από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γέρας «βραβείο», με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ·].