παιδιάτικος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
και παιδιάστικος, -η, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, χαρακτηριστικός παιδικής ηλικίας, παιδαριώδης, παιδιακήσιος
2. παιδικός.
επίρρ...
παιδιάτικα και παιδιάστικα
με παιδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + κατάλ. -ά(σ)τικος (πρβλ. κυριακ-άτικος)].