Παλλαντιάς
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek (Liddell-Scott)
Παλλαντιάς: ἡ, = Παλλάς, Ἀνθ. Παλ. 6, 247, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 24.
Greek Monolingual
Παλλαντιάς, ἡ (Α)
φρ. «Παλλαντιάς κόρη» — η Παλλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλας, -αντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Παιων-ιάς)].