παμψηφία

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η
(σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή του συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ψηφία (< -ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο-ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Χ. Παμπούκη].