παλιόμουτρο
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
το
αχρείος άνθρωπος, παλιόκορμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μούτρο].