παραλήπτης

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήπτης: ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1.

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ παραλαμβάνω
νεοελλ.
αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που του δίνουν ή που προορίζεται γι' αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής»)
αρχ.
1. άτομο που εισπράττει τους φόρους
2. φρ. «παραλήπτης σίτου» — άτομο επιφορτισμένο να παραλαμβάνει το συσσίτιο τών στρατιωτών.