παραμέρισμα
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
το παραμερίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραμερίζω
2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός.