παρενοχλώ

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

παρενοχλῶ, -έω ΝΑ
ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τον αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται
νεοελλ.
στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» — ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς
αρχ.
1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου («ἀπήγγειλεν αὐτῇ ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ», ΚΔ)
2. ενοχλώ υπερβολικά («οἱ μισθοφόροι βοηθήσαντες παρενοχλῶσιν αὐτούς», Πολ.)
3. υποφέρω («παρηνωχλούμην ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως»).