παρενοχλώ

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

παρενοχλῶ, -έω ΝΑ
ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τον αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται
νεοελλ.
στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» — ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς
αρχ.
1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου («ἀπήγγειλεν αὐτῇ ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ», ΚΔ)
2. ενοχλώ υπερβολικά («οἱ μισθοφόροι βοηθήσαντες παρενοχλῶσιν αὐτούς», Πολ.)
3. υποφέρω («παρηνωχλούμην ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως»).