παρενοχλώ

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

παρενοχλῶ, -έω ΝΑ
ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τον αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται
νεοελλ.
στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» — ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς
αρχ.
1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου («ἀπήγγειλεν αὐτῇ ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ», ΚΔ)
2. ενοχλώ υπερβολικά («οἱ μισθοφόροι βοηθήσαντες παρενοχλῶσιν αὐτούς», Πολ.)
3. υποφέρω («παρηνωχλούμην ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως»).