Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
η
1. μέρος, τμήμα ενός συνόλου, ιδίως εμπορεύματος
2. ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού ή άλλου επιτραπέζιου παιχνιδιού (α. «μια παρτίδα σκάκι» β. «δύο παρτίδες τάβλι»)
3. πληθ. οι παρτίδες
σχέσεις, δοσοληψίες («δεν έχω παρτίδες μαζί του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. partida].