ὄφελμα
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
(A), ατος, τό, (ὀφέλλω B)
A increase, advantage, S.Fr.1079.
ὄφελμα (B), ατος, τό, (ὀφέλλω C)
A broom, Hippon.51, Eust.1887.34, Hsch. (pl.).