θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
-ον, Α
1. ο πεδινός
2. το ουδ. ως ουσ. τo πεδιάσιμον
βιβλίο απογραφής τών αγρών, το πεδιακόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. -σιμος (πρβλ. θανά-σιμος)].