ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
ο / Παφλαγών, -όνος, ΝΑ
(ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνες
οι κάτοικοι της Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή.