περιβολάρης
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν
1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός
2. παροιμ. «νά 'μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν εργασία χωρίς πολύ κόπο και μόχθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. περιβόλι + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικ-άρης)].