περιθείωσις
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, das Herumgehen und Räuchern mit Schwefel, μαντικαί, Plat. Crat. 405 a.
Greek (Liddell-Scott)
περιθείωσις: ἡ, τὸ περικαθαίρειν θείῳ, Πλάτ. Κρατ. 405Α.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α περιθειώ
ο καθαρμός, η απολύμανση με θειάφι.