χάρμη
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
(A), ἡ, prop.
A joy of battle, lust of battle, χάρμῃ γηθόσυνοι τήν σφιν θεὸς ἔμβαλε θυμῷ Il.13.82; once in Od., μνησώμεθα χάρμης 22.73, cf. Il.4.222, 8.252, al.; opp. λήθετο χάρμης 12.203,393, etc.: pl., δύο χάρμαι two battle-joys, i.e. victories, Pi.O.9.86; successes, opp. κακά, Ps.-Phoc.118: but, II battle, προκαλέσσατο χάρμῃ Il.7.218; ἔλθοι τεθνηώς, καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης 17.161; εἰδότε χάρμης 5.608; μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις 4.509; παῦσαί τινα χάρμης 12.389; ἐρωήσουσι δὲ χάρμης 14.101.
χάρμη (B), ἡ,
A = ἐπιδορατίς, Stesich.94, Ibyc.62, Pi.Dith.3.13. (Cf. Polish grot 'arrow-point', Welsh garth 'promontory', Gr. χαρία, χοιράς.)
χάρμη (C), ἡ, or χάρμης, ὁ, name of an antidote sold by one Χάρμης, Damocr. ap. Gal.14.126 (found in acc. sg. χάρμην).