ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Α(κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον».[ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ' επίδραση του πηρίς, -ίνα (< πήρα)].