περιπετειώδης

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
γεμάτος περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήθος περιπετειών («περιπετειώδες ταξίδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπέτεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].