Περσείδης
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils ou descendant de Persée ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée.
Étymologie: Περσεύς et Πέρσης.
Greek Monolingual
και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].