περσύας
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
German (Pape)
[Seite 603] u. περσυνός, = περυσίας, περυσινός, Galen. u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
περσύας: (ἐξυπακ. οἶνος), ὁ,· «περσύας· ὁ περυσινὸς οἶνος, οἷον περυσίας τις ὢν» Γαλην. Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγ. σ. 544.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. οἶνος)
περυσινό κρασί («περσύας
ὁ περισυνὸς οἶνος, οἶον περισύας τις ὤν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρσυ + κατάλ. -ας].