περσύας

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

German (Pape)

[Seite 603] u. περσυνός, = περυσίας, περυσινός, Galen. u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περσύας: (ἐξυπακ. οἶνος), ὁ,· «περσύας· ὁ περυσινὸς οἶνος, οἷον περυσίας τις ὢν» Γαλην. Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγ. σ. 544.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος)
περυσινό κρασίπερσύας
ὁ περισυνὸς οἶνος, οἶον περισύας τις ὤν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρσυ + κατάλ. -ας].