περυσινός

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περῠσῐνός Medium diacritics: περυσινός Low diacritics: περυσινός Capitals: ΠΕΡΥΣΙΝΟΣ
Transliteration A: perysinós Transliteration B: perysinos Transliteration C: perysinos Beta Code: perusino/s

English (LSJ)

περυσινή, περυσινόν,
A of last year, last year's:
1 of men and animals, οἱ π. ἄρχοντες Pl.Lg.855c; π. φόρος IG12.216.11,45; π. δήμαρχος ib. 22.1183.26; π. ἔφηβος Poll.2.9; οἱ π. ἡγεμόνες, of queen wasps. Arist.HA628a26; τὰ π. κυήματα ib.556a7.
2 of things, τρύβλιον π. Ar.Ra.986; ὁ π. [καρπός] Thphr. HP 3.12.4; π. σπέρματα Mnesith. ap.Orib.2.67.1; ὁ π. οἶνος dub. in Ael.NA7.47; ἡ π. ἔγληψις Wilcken Chr.167.18 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 603] vom vorigen Jabre, jährig; Ar. Ran. 984; ἄρχοντες, Plat. Legg. IX, 855 c; Babr. 89, 5, ἔφηβος, Poll. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'année précédente.
Étymologie: πέρυσι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περυσινός -ή -όν [πέρυσι(ν)] van vorig jaar.

Russian (Dvoretsky)

περῠσῐνός: прошлогодний (οἱ ἄρχοντες Plat.; τρύβλιον Arph.; τὰ κυήματα Arst.).

Greek Monolingual

και περσυνός, -ή, -ό / περυσινός και περσυνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσινός, -ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε
νεοελλ.
φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» — ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρυσι πέρσι / πέρσυ + κατάλ. -ινός / -νός. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, perusinuwo = περυσινFός (όπου το F ερμηνεύεται ως επίδραση από το αντίθετο newo = νέος)].

Greek Monotonic

περῠσῐνός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον προηγούμενο χρόνο, ο περσινός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

περῠσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «περσινός», 1) ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, οἱ π. ἄρχοντες Πλάτ. Νόμ. 855C· π. ἔφηβος Πολυδ. Β΄, 9· οἱ π. ἡγεμόνες, ἐπὶ τῶν βασιλισσῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 9· τὰ π. κυήματα αὐτόθι 5. 28, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τρύβλιον π. Ἀριστοφ. Βάτρ. 986· ὁ π. καρπὸς Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 4· ὁ π. οἶνος Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, ἔνθα ἴδε Ἰακώψιον· ὁ π. φόρος Συλλ. Ἐπιγρ. 75. 17.

Middle Liddell

περῠσῐνός, ή, όν [from πέρῠσι]
of last year, last year's, Ar., etc.

English (Woodhouse)

last year's, of last year

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)