πετρογραφία

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κλάδος της πετρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη λεπτών τομών πετρωμάτων σε πετρογραφικό μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrography < πέτρα + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο].