πευκαλέος
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
[Seite 607] = ξηρός, nur bei Hesych.
-α, -ον, Α
ξηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα -αλέος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. κερδ-αλέος: κέρδος.