ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
Α(κατά τον Ησύχ.) «νεοσσίον».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. πίγγαλος και αποτελεί διόρθωση του τ. πιγγανεόσσιον].