πίπος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 618] ὁ, ein junger, noch piepender Vogel, pipio, Ath. IX, 368 f; vgl. Hesych.; richtiger πίππος wegen des Folgdn. od. πῖπος, ἡ, = πιπώ, Arist. H. A. 9, 1. 21.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
πῖπος, (δ. γρφ·) πιπώ.———————— (II)
ὁ, Α
νεοσσός πτηνού που ακόμη πιπίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του πιπώ].