πιστευτός
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
ή, όν,
A trustworthy, lamb.Comm.Math.8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστευτός, -ή, -όν, ΝΑ πιστεύω
αυτός που μπορεί ή αξίζει να πιστευθεί, αξιόπιστος, φερέγγυος.