πλατυέλμινθες
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. μείζον φύλο ελεύθερων ή παρασιτικών τριπλοβλαστικών ακοιλωματικών ασπονδύλων, με αμφίπλευρη συμμετρία και πεπλατυσμένο σώμα, που στερούνται διαφοροποιημένου αναπνευστικού, σκελετικού και κυκλοφορικού συστήματος, φύλο στο οποίο ανήκουν 13.000 περίπου είδη κατανεμημένα σε 5 ομοταξίες: τους τρηματώδεις, τους κεστώδεις, τους στροβιλιστικούς, τα μονογένεα και τα ασπιδοκοτύλεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platyhelminthes (< πλατυ- + ἕλμι(ν)ς, -ινθος «παρασιτικός σκώληξ». Η λ. πλατυέλμινς μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].