στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
οι ζωολ. τάξη πλατυελμίνθων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cestoda < cest- (πρβλ. κεστός «ταινία, ζώνη») + -oda (πρβλ. -ώδη, πληθ. ουδ. της -ώδης)].