ποδοκίνητος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που λειτουργεί με την κίνηση τών ποδιών (α. «ποδοκίνητος τροχός» β. «ποδοκίνητος τόρνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κινητός (< κινώ), πρβλ. χειρο-κίνητος].