ποδοκίνητος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που λειτουργεί με την κίνηση τών ποδιών (α. «ποδοκίνητος τροχός» β. «ποδοκίνητος τόρνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κινητός (< κινώ), πρβλ. χειρο-κίνητος].