εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
-έω, Νσκοντάφτω ενώ βαδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -σφαλῶ (< -σφαλής < σφάλλω), πρβλ. μεθυ-σφαλώ].