πολύγονο

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

το / πολύγονον, ΝΑ
(θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες
αρχ.
φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το άρρεν
β) «πολύγονον θῆλυ» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το παφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γονος < γόνυ, γόνατος (πρβλ. και πολυγόνατος)].