πολύγονο
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
Greek Monolingual
το / πολύγονον, ΝΑ
(θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες
αρχ.
φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το άρρεν
β) «πολύγονον θῆλυ» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το παφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γονος < γόνυ, γόνατος (πρβλ. και πολυγόνατος)].