German (Pape)
[Seite 661] τό, das Vielknotige, ein Kraut, Diosc., convallaria po lygonatum, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγόνᾰτον: τό, (γόνυ ΙΙ) «θάμνος μείζων πήχεως, φύλλα ἔχων ὅμοια δάφνῃ, πλατύτερα δὲ καὶ λειότερα· γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ κυδωνίῳ ἢ ῥοιᾷ... προσβάλλει κτλ.» Διοσκ. 4. 6.