ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ποτιστρίς | Medium diacritics: ποτιστρίς | Low diacritics: ποτιστρίς | Capitals: ΠΟΤΙΣΤΡΙΣ |
Transliteration A: potistrís | Transliteration B: potistris | Transliteration C: potistris | Beta Code: potistri/s |
ίδος, ἡ,
A = ποτίστρα 1, Tz.H.4.890 (pl.).
-ίδος, ἡ, Μ
η ποτίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. ξυσ-τρίς)].