προκοιμώμαι
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
Greek Monolingual
-άομαι, Α κοιμῶμαι
1. κοιμάμαι προηγουμένως
2. πεθαίνω πρώιμα
3. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ προκεκοιμημένοι
οι νεκροί.