προξενικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / προξενικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόξενος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόξενο ή στο προξενείο (α. «προξενική αρχή» — η αρχή του προξένου, το προξενείο
β. «προξενικό τέλος»)
νεοελλ.
φρ. «προξενική σύμβαση» — σύμβαση μεταξύ δύο κρατών με την οποία καθορίζονται ο αριθμός, οι προξενικές περιφέρειες και οι κατηγορίες τών προξενείων που υπάρχουν ή θα ιδρυθούν αμοιβαία σε καθεμιά από αυτές, καθώς και η έκταση της δικαιοδοσίας τών προξενικών αρχών.