προσαγόρευση
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
η / προσαγόρευσις, -εύσεως, ΝΑ προσαγορεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσαγορεύω, προσφώνηση, χαιρετιστήρια αγόρευση
2. απονομή τίτλου.