προσκεφαλίς
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg. 1, Gloss.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
μαξιλάρι, προσκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ-αιον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].