πρωτοτοκώ
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος]]
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.