πρωτοτοκώ
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.