πρωτοκολλώ
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
-άω, Ν
καταχωρίζω έγγραφο σε πρωτόκολλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόκολλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].