πρωτοχρονιά

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η, Ν
1. η πρώτη μέρα του έτους, δηλαδή η 1η Ιανουαρίου, αρχιχρονιά, μία από τις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες σε παγκόσμια κλίμακα γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + χρόνος + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρωτο-μαγιά)].