πρωτοχρονιά
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
η, Ν
1. η πρώτη μέρα του έτους, δηλαδή η 1η Ιανουαρίου, αρχιχρονιά, μία από τις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες σε παγκόσμια κλίμακα γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + χρόνος + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρωτομαγιά)].