ραγή
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
η / ῥαγή, ΝΑ
ρήγμα, σχισμάδα
νεοελλ.
ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγ-ή)].