κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
[Seite 847] ἡ, bes. poet. fem. von ῥοδωπός, sp. D., wie Nonn.D. 10, 176.
-ώπιδος, ἡ, Α
βλ. ῥοδωπός.