ῥοδωπός

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδωπός Medium diacritics: ῥοδωπός Low diacritics: ροδωπός Capitals: ΡΟΔΩΠΟΣ
Transliteration A: rhodōpós Transliteration B: rhodōpos Transliteration C: rodopos Beta Code: r(odwpo/s

English (LSJ)

ῥοδωπόν, (ὤψ) rosy-faced, rosy, Dsc.5.113; poet. fem. ῥοδῶπις, ιδος, Nonn. D. 10.176.

German (Pape)

[Seite 847] mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν ῥοδίνην, «ῥοδοκόκκινος», Διοσκ. 5. 130· ποιητ. θηλ. ῥοδῶπις, ιδος, Νόνν. Δ. 10. 176.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥοδωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. θηλ. ῥοδῶπις, -ιδος, Α
αυτός που έχει ρόδινη όψη, που είναι ροδοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -ωπός].