ῥοδωπός
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ῥοδωπόν, (ὤψ) rosy-faced, rosy, Dsc.5.113; poet. fem. ῥοδῶπις, ιδος, Nonn. D. 10.176.
German (Pape)
[Seite 847] mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν ῥοδίνην, «ῥοδοκόκκινος», Διοσκ. 5. 130· ποιητ. θηλ. ῥοδῶπις, ιδος, Νόνν. Δ. 10. 176.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥοδωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. θηλ. ῥοδῶπις, -ιδος, Α
αυτός που έχει ρόδινη όψη, που είναι ροδοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -ωπός].