ροχαλίζω

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν
αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο του ρ. ρέγχω σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα -αλ- (πρβλ. κογχ-αλ-ίζω) και κατάλ. -ίζω. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ροχαλίζω].