Σαβαώθ
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
προσωνυμία του Θεού στη Βίβλο και στη μεσαιωνική εκκλησιαστική γλώσσα («ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ», Θ. Λειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. εβραϊκής προέλευσης].