διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
ο, θηλ. σαματατζού, Ν1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακα-τζής)].