ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
η, Ν1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πορτοκαλ-άδα)].