σαπουνάδα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών
2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πορτοκαλ-άδα)].