σατραπίς
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-ίδος, ἡ, Α
(σε συνεκφορά με το ναῡς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα -ίς (πρβλ. τυρανν-ίς)].